περίσκεψη

περίσκεψη
η / περίσκεψις, -έψεως, ΝΑ [περισκέπτομαι]
1. το να παρατηρεί κανείς γύρω του με πολλή προσοχή, προσεκτική και λεπτομερής εξέταση
2. συνεκδ. φρόνηση, μεγάλη σύνεση, μεγάλη προσοχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περίσκεψη — η μεγάλη προσοχή, σύνεση, φρονιμάδα: Ενεργεί πάντοτε με περίσκεψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισκέψῃ — περισκέψηι , περίσκεψις consideration fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικός — ή, ό / στοχαστικός, ή, όν, ΝΑ [στοχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται από περίσκεψη και σωφροσύνη, συνετός («στοχαστικά λόγια») 2. (για πρόσ.) βαθιά σκεπτόμενος, προσεκτικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη («στοχαστικός… …   Dictionary of Greek

  • ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …   Dictionary of Greek

  • στοχαζούμενος — η, ο, Ν 1. στοχαστικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) στοχαζούμενα με περίσκεψη, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοχάζομαι, κατά τις μτχ. σε ούμενος τών ρ. σε έω (πρβλ. χρειαζ ούμενος, τρεχ ούμενος)] …   Dictionary of Greek

  • άσκεπτος — και άσκεφτος, η, ο (AM ἄσκεπτος, ον) Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστος αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος 2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι… …   Dictionary of Greek

  • ακατάστρωτος — η, ο [καταστρώνω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταστρωθεί σύμφωνα με τις επιταγές τής λογικής «ακατάστρωτο πρόβλημα» 2. εκείνος που δεν έχει ερευνηθεί με περίσκεψη ή δεν έχει διατυπωθεί λεπτομερώς «τα σχέδια του για το μέλλον είναι… …   Dictionary of Greek

  • ακριτολόγος — ο αυτός που μιλά χωρίς περίσκεψη, ανόητος, ασύνετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκριτος + λογος < λέγω ΠΑΡ. ακριτολογία, ακριτολογώ] …   Dictionary of Greek

  • αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… …   Dictionary of Greek

  • αφιλοσόφητος — η, ο (AM ἀφιλοσόφητος, ον) αυτός που δεν έχει ασκηθεί στη φιλοσοφία, που δεν κατέχει τη φιλοσοφία νεοελλ. 1. εκείνος που δεν εμβαθύνει στην ουσία των πραγμάτων 2. (για πράξη) που γίνεται δίχως περίσκεψη μσν. ο χωρίς φιλοσοφική σπουδαιότητα ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”